Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

To κορίτσι και ο ύπνος


-Μα αφου θέλω τόσο ένα ταίρι, είπε το Πιπινιό

Η κυρία Κίκω σηκώθηκε και την κοιταξε καλά καλά

Τι το θες εσύ το ταίρι; Εσύ είσαι μικρή! 

-Δεν είμαι μικρή.

-Μα αφού δε γνωρίζεις κανέναν εδω γύρω. Πρίν έλεγες, δε θες να 

σου προξενεψουμε κανέναν. Πως θα τον βρείς; 

- Θα βγω στους δρόμους! Θα περπατήσω όσο χρειαστεί. Θα ταξιδέψω μέχρι να τελειωσει η αντοχη μου.

-Μπα; Μα τι είναι τούτο πάλι; Από που το ξεσήκωσες; Εμείς εδώ δεν κάνουμε τέτοια πράγματα..

Το Πιπινιo κοκκίνισε απο τη θλίψη... Ύστερα κοίταξε την κυρία Κίκω

Πως γνώρισες τον παππού εσύ, γιαγιά; 

-Μου τον έφεραν μια μέρα που μάζευα μήλα στο χωράφι. Ήταν νέος και δυνατός. Αμέσως δέχτηκα, σκέφτηκα πως δε θα πεινούσα ποτέ στο πλάι του. 

-Κι η αγάπη; 

-Αυτή ήρθε μετά, με τα χρόνια.

-Μα πως ήξερες πως θα τον αγαπούσες γιαγιά; 

-Δεν το ήξερα. Απλά τον δέχτηκα. Τώρα πια είναι αργά για τέτοιες σκέψεις… 

Το Πιπινιό κοίταξε τη Κίκω με απορία. Τον αγαπάς, γιαγιά; 

-Δε ξέρω. Πάντα έλεγα πως αυτά είναι για τους αλαφροΐσκιωτους. Ζήσαμε δύσκολα χρόνια παιδί μου. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν αν θα έβρισκα κάποιον συνεννοήσιμο

- Ήταν; 

-Μπορώ να πω πως ναι, ειπε η ηλικιωμένη και έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς την πόρτα. Ήταν ώρα ν’ αποσυρθει. Η νύχτα είχε πέσει πια βαριά πάνω απο τα κεφάλια τους. Πριν περάσει το κατώφλι του δωματίου, κοντοστάθηκε και κοίταξε την εγγονή της. Εκεί που ξεκινά το διπλανό χωριό, υπάρχει ένα παλιό, χαμηλό σπιτάκι. Το κατοικεί μια γυναίκα. Λενε πως είναι τόσο μεγάλη που κανείς δε γνωρίζει την πραγματική της ηλικία. Άκουσα πως έχει μαντικές ικανότητες. Μπορείς να τη συμβουλευτείς κι ίσως μάθουμε που θα βρείς το ταίρι που ψάχνεις.  

-Αχ γιαγιά μου, ναι! Είπε το κορίτσι και πετάχτηκε σαν ελατήριο απο τη χαρά της. Να πάμε το συντομότερο. Κι ύστερα έπεσαν να κοιμηθούν. Μα το Πιπινιό δε μπορούσε να κοιμηθεί. Ανυπομονούσε για την επόμενη μέρα. Κι η επόμενη μέρα έφτασε κι η γιαγιά έφερε το γαϊδουράκι της, το’ζεψαν και πήγαν στη γυναίκα. 


 Όταν έφτασαν, εδεσαν το γαϊδουράκι σ’ ένα δέντρο. Το σπίτι ήταν μικρό και σκοτεινό. Έλεγες πως δεν έμενε κανείς μέσα. Έτσι λοιπον, χτυπησαν την πόρτα χωρίς να έχουν ιδιαιτερες προσδοκίες. Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα και ένα επαναλαμβανόμενο “ντουπ ντουπ”. Η πόρτα άνοιξε κ μια ψηλόλιγνη φιγούρα με χρωματιστά υφάσματα για ρούχα εμφανίστηκε. Ήταν τυφλή. Κρατούσε ένα μπαστουνι από κάποιο μέταλλο που δεν ήξεραν. Δεν έμοιαζε με τους ανθρώπους που είχαν δει ως τότε. Το μόνο γνωριμο πάνω της, ήταν οι βαθιές ρυτίδες που έσκαβαν το πρόσωπό της. Η γυναίκα έκανε χώρο στις απρόσμενες μουσαφίρισσες να περάσουν. Άραγε πόσος χρόνος είχε περάσει απο την τελευταία φορά που κάποιος την επισκέπτηκε; Καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της, το μπαστούνι χτύπησε τριγυρω “ντουπ ντουπ”.


 Το Πιπινιό ρώτησε τη γυναίκα όλο αγωνία. Θα έβρισκε κάποιον σύντροφο; Υπήρχε άραγε κάποιος και γι’ αυτήν; 

-Θα γνωρίσεις κάποιον, είπε η γυναίκα. Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει να κοιμηθείς. Εκείνος θα έρθει και θα σε ξυπνήσει. Θα σε πάρει μαζί του στα ταξίδια του. Θα γυρίσεις τον κόσμο. Όμως να ξέρεις, θα’ ναι δύσκολος άνθρωπος. Με καλή ψυχή μεν, αλλα δύστροπος. Κι εσύ, κάθε φορά θα τον συγχωρείς. Και κάθε φορά που θα τον συγχωρείς, αυτός θα σε αγαπάει λίγο περισσότερο, αλλά εσύ θα τον αγαπάς λίγο λιγότερο. Και θα έρθει μια μέρα που εκείνος θα σ’ αγαπά μ’ όλη την ψυχή του, εσύ ομως δε θα αισθάνεσαι τίποτα πια. Και τότε θα πέσεις σε βαθύ ύπνο ξανά, μα κανείς δε θα μπορεί να σε ξυπνήσει, ουτε ο άντρας σου, ούτε κανείς άλλος, μέχρι μια μέρα να αποφασίσεις να ξυπνήσεις μόνη σου. Το Πιπινιό κοίταξε τη γιαγιά της κι ύστερα τη γυναίκα. Θα κοιμηθώ, είπε. Θα τον γνωρίσω και δε θα πάψω ποτέ να τον αγαπώ. 


Κι έτσι το κορίτσι έπεσε για ύπνο, ώσπου μια μέρα ένας ταξιδιώτης πέρασε έξω από το σπίτι της. Ζήτησε να φάει και να πιει, μια και περιπλανιόταν μέρες χωρις τροφή και νερό. Κι ύστερα από λίγο την είδε που κοιμόταν, και του φάνηκε όμορφη σαν άγγελος. Την πλησίασε, άθελα του την άγγιξε και το κορίτσι ξύπνησε. Έφυγαν μαζί για να συνεχίσουν το ταξίδι. Ήταν ευτυχισμένοι, ο καιρός περνούσε. Στην αρχή όλα ήταν εύκολα και τα ταξίδια όμορφα. Κάπου κάπου σταματούσαν σε κάποιον καινούριο τόπο και έπιαναν δουλειά. Μάζευαν μερικά χρήματα κι αργότερα συνέχιζαν. Έτσι, πέρασε ένας χρόνος και το κορίτσι έμεινε έγκυος. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη, μερόνυχτα γλεντούσαν χωρίς να λογαριάζουν αϋπνία ή κούραση.Ήρθε όμως μια στιγμή, που για κακή τους τύχη, η κοπέλα απέβαλε. Οι μήνες κυλούσαν μουντά από εκει και πέρα.. Εκείνος άρχισε να πίνει για να πνίξει τον πόνο, μα όσο έπινε τόσο πιο δύσκολος γινόταν. Όμως το κορίτσι δε μιλούσε, μόνο τον συγχωρούσε. Και κάθε φορά που τον συγχωρούσε, εκείνος την αγαπούσε ολο και περισσότερο, μα η καρδιά της μίκραινε. Έφτασε, λοιπόν, μια μέρα που η καρδιά του κοριτσιού μίκρυνε τόσο, που έφτασε το μέγεθος μιας φακής. Τότε, το Πιπινιό έγειρε λυπημένο στο κρεβάτι του κι έπεσε σε βαθύ ύπνο. Πέρασαν μέρες, ο άντρας της κόντεψε να τρελαθεί από τη λύπη του. Φωναξε και παρακάλεσε, κλαιγοντας, σοφούς και διάσημους γιατρούς να τη βοηθήσουν να συνέλθει. Μα κανείς δε μπορούσε να την ξυπνήσει, αφού το Πιπινιό, είχε αποφασίσει να κοιμηθεί, μέχρι που η καρδιά της να γεμίσει ξανά…