Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Συγγενείς πρώτου βαθμού



Πως να σου μιλήσω για όλα, όσα μου συμβαίνουν ;
Κουράστηκα και ήρθε φουριόζα η νύχτα.
Το σκοτάδι τρυπώνει στα ρούχα μου.
Κάθε τόσο το παρακολουθώ μ' αμηχανία.
Θέλω να σπάσω τη σιωπή που μου φωνάζει  
"Σκέφτεσαι πολύ. Σταμάτα. 
Για ποιο ρευστό συναίσθημα θες 
να μιλήσουμε, ποιούς φόβους" ;
Κι η ησυχία εκκωφαντική, τόσο βουβή που νομίζω 
πως ακούω τον ψίθυρό της. 

Δώσε μου μια απάντηση για όλα.
Εσύ έζησες πολύ. ξέρεις τα πάντα. 
Εγώ πάλι τίποτα.
Είμαι μικρή, πολύ μικρή. 
Δεν θέλω να μεγαλώσω.
Θα μείνω εδώ γαντζωμένη στα πόδια σου.
Ένα κακομαθημένο σχολιαρόπαιδο 
στην πρώτη τάξη. Αρνούμαι να μάθω 
να διαβάζω μόνη. Εσύ, μια μου δείχνεις το πώς,
μια όχι και μια ίσως. Ύστερα μου λες, δεν 
ξέρεις να διαβάζεις. Γελάω σιγανά.
Έχεις ταλέντο στο να λες αλήθεια.
Να μεγαλώσω απότομα με αναγκάζεις, 
χωρίς την θέλησή μου. 
Μα δεν θέλω να' μαι και μικρή.
Ίσως κάποτε πεθάνω σε μια κούνια, 
σαν μωρό που πνίγηκε στον ύπνο του.
Ίσως πάλι αναλωθώ άδικα, σε παιδικά παιχνίδια.
Ζηλεύω αυτούς που' χουν βρει άκρη στη ζωή τους.
Που' χαν την τύχη να γεννηθούνε παντογνώστες. 
Απ' τα γεννοφάσκια τους οδηγούν και βγάζουν τα προς τω ζην 
χωρίς διαμαρτυρία, χωρις βοήθεια.

Πώς να' ναι άραγε να κατακτάς ηπείρους ; 
Η πυξίδα μου έχει χαλάσει από καιρό..
Οι φόβοι σου, κάναν σωστά τη δουλειά τους.
Σκέφτομαι με τη σκέψη σου, ξέρω τι θα πεις πριν μιλήσεις.
Δεν έχω όρεξη για κουβέντα. Νυστάζω.
Έχω πολύ χρόνο μπροστά μου, θα μου πεις,  
μα που να βρω κουράγιο ;
Πως θα διασχίσω μόνη αυτό το μονοπάτι ;
Είμαι μικρή, πολύ μικρή. Και πώς να μεγαλώσω ;

Το παρελθόν φοράει ρούχα βαρια. Φορά κασκόλ 
και φακό κατασκήνωσης στο μέτωπο. 
Μ' ανακατεύει τα συρτάρια του νου, τα ντουλάπια 
και τ' αμπάρι . Όλα χαρτούρες και
κουβάρια.  Πολλή ακαταστασία.
Τα νήματα της μνήμης μπερδεμένα 
με χαρτιά γραφειοκρατίας και σχολικά τετράδια.
Σκίτσα του καθηγητή τάδε μαζί με ένα 0 στα λατινικά.
Δεν τα διάβασα ποτέ. Είχα καλύτερα πράγματα να κάνω.
Ο εραστής της Ντιράς μ' απασχολούσε περισσότερο.
Είχε ψυχή, μα δεν θα ήθελα κάποιον σαν αυτόν για μένα.
Είναι ψυχρός για τα γούστα μου κ η λέξη εραστής δεν μ' αρέσει.
Είναι όμως ενδιαφέρουσα ιστορία. Ασφυκτιώ όταν τη διαβάζω.
Ο χρόνος περνά γρήγορα. Ξεπερνά τις τρεις διαστάσεις.

Λες να μην κοιτώ το παρελθόν μα κ εσύ δεν πας πίσω.
Όλο μ' αυτό ασχολείσαι με περίσσια προσήλωση.
Αναρωτιέμαι προς τι τόση αφοσίωση. 
Εσύ, λες, κοιτούσες πάντα μπροστά. 
Μα πως να κοιτάξεις μπροστά χωρίς το πίσω ;
Οι εμπειρίες λες είναι το παν. 
Μα δεν χρειάζεται να μου το λες συνέχεια. 
Το έχω πλέον εμπεδώσει.
Τρύπωσες στην συνείδησή μου,
κάθε τόσο μιλάς με τη φωνή της. 
Τα νεύρα μου είναι τεντωμένα. 
Μην τ' ακουμπάς άλλο. Πονάνε.

Είναι αργά. Λέω ν' αποσυρθώ. Μή σε κουράζω.
Το λένε εξ΄ άλλου πως οι συγγενείς πρώτου 
βαθμού επικοινωνούν με τηλεπάθεια.
Είμαι μικρή, πολύ μικρή και δεν θα μεγαλώσω.
Πού να τις βάλω άλλωστε τόσες ευθύνες. 
Δεν έχω χώρο στο σπίτι μου γι' αυτές. 
Δεν τις θέλω. Τις φοβάμαι. 
Αισθάνομαι απειλή στο κοίταγμά τους.

Μα εσύ μου πιπιλάς το νου, 
σαν να' ναι καραμέλα.
Να' ξερες μόνο, πόσος χρόνος πάει χαμένος 
με τόσες αχρείαστες συμβουλές. 
Οι ώρες αθάνατες περνούν μα πεθαίνουν
και εσύ κοιμάσαι κάθε που σου μιλώ για μένα, 
γιατί, όπως λες, γνωρίζεις τι θέλω και ποια είμαι…
Μόνο μου υπαγορεύεις τι να σκέφτομαι.
Ποιο το σωστό, ποιο το λάθος και ποια τα πρέπει..
Οπότε ποιος ο λόγος να μιλάμε ; 

Πες μου εσύ που είσαι παντογνώστης.
Δώσε μου μια απάντηση για όλα.
Εσύ έζησες πολύ. ξέρεις τα πάντα. 
Είμαι μικρή, πολλή μικρή. Δεν θες να μεγαλώσω.
Θα μείνω εδώ γαντζωμενη στα πόδια σου.
Ένα κακομαθημένο σχολιαρόπαιδο 
στην πρώτη τάξη. Αρνούμαι να μάθω 
να διαβάζω μόνη. Κι εσύ, μια μου δείχνεις το πως,
μια όχι και μια ίσως...




















Άτιτλο


Έζησα χρόνια στο παρελθόν.
Τό παρόν ήταν μεσα στο κουτί με τα μπισκότα, στο πάνω ράφι.
Αμυδρή είναι η διαφορά ανάμεσα στο απτό και το άπιαστο 
Φορές φορές, δεν ξεχωρίζουν οι ελπίδες απ' τα νέφη.
Δεν ξέρω πώς μιλά κανείς για το ταξίδι της ενηλικίωσης
κι ούτε πού κρύβονται οι λέξεις κάθε φορά που τις χρειάζομαι ...