Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Μια φορά και έναν καιρό...



 ..."Δεν έχω μάθει σε τόση ευτυχία" μου' πες 
 ένα βράδυ με φεγγάρι κι ύστερα έφυγες. Ξεχάστηκες. 
 Μαζί με 'σένα ξεχάστηκε και η ευτυχία.
 Αποφάσισε να πάει μόνη της διακοπές στο βουνό αφού 
 δεν ήταν πια χρήσιμη, αφού κανείς μας δεν την ήθελε 
 ούτε την θέλησε αργότερα…
 Όταν μια μέρα περνούσα απ΄το σπίτι της και τη φώναξα
 εκείνη δε μ' απάντησε. Δεν έτρεξε να με φιλέψει γλυκό κεράσι
 ούτε σύκα από τον κήπο της. Κανείς μας δεν αναρωτήθηκε τότε 
 που βρισκόταν, ούτε νoιάστηκε να μάθει αν ήταν καλά. 
 Αν χρειαζόταν σιρόπι για τον βήχα ή καραμέλες για το λαιμό.
 Είχε να δώσει σημεία ζωής για μήνες βλέπεις…
 Για να μην πω ότι της κακιώσαμε κιόλας που δεν εμφανιζόταν 
 πια στον ύπνο μας, έστω για λίγο...

 Κι ύστερα ήρθε εκείνη η χειμωνιάτικη νύχτα χωρίς πανσέλινο. 
 Δίχως αστέρια, μαύρη σαν πίσσα. Βγήκα απ'το σπίτι 
 τρέχοντας να προλάβω ένα ταξί που έτρεχε σαν τρελό, μ' έναν
 γρουσούζη οδηγό που δεν έλεγε να μ' αμακούσει σαν του φώναξα. 
 Φυσούσε και κρύωνα, έπρεπε να φτάσω στο λιμάνι στην ώρα μου.
 Η βροχή δυνάμωσε. Η ομπρέλα μου διαλύθηκε. Ήθελα να τελειώσει 
 αυτή η ιστορία, μ' είχε κουράσει. Ήθελα μια στάλα απο φως. 

 Περπάτησα μέχρι το κοντινότερο φανάρι, ενώ η καταιγίδα είχε 
 αρχίσει να σωπαίνει. 
 Κάτω απ' το φανοστάτη καθόταν ένας κακομούτσουνος ανθρωπάκος
 και δίπλα του ένα πλάσμα αέρινο, να του κρατά το χέρι. 
 Και ξάφνου... Τη γνώριζα αυτή τη νεαρή την ανοιξιάτικη φορεσιά. 
 Ήταν η χαμένη ευτυχία μας, αυτή με το γλυκό του κουταλιού και 
 το σιρόπι για το βήχα...
 "Γιατί αυτόν κι όχι εμένα"; φώναξα …
 "Γιατί αυτός με φώναξε όταν δεν μπορούσα πια ν' ακούσω, 
 με κοίταξε όταν δεν μπορούσα πια να δω, με φίλεψε απ' το πιάτο 
 του όταν πείνασα και μ' έψαξε όταν πίστεψα πως όλα ήταν πια 
 για μένα ένα κακό αστείο"…